- καταφερεῖς
- καταφερήςgoing downmasc/fem acc plκαταφερήςgoing downmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταφέρεις — καταφέρω bring down pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπως — επίρρ. 1. με κάποιο τρόπο («κάπως θα τά καταφέρεις») 2. λίγο («κάπως ησύχασε ο άνθρωπος») 3. όχι έντονα («είναι κάπως παράξενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν πως] … Dictionary of Greek
σφίγγω — ΝΜΑ 1. περιδένω κάτι σφιχτά ώστε να πιέσει κάτι άλλο ολόγυρα, τυλίγω κάτι σφιχτά (α. «μη σφίγγεις τόσο πολύ τη ζώνη σου» β. «κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῡ τραχήλου», λουκιαν.) 2. περιβάλλω και πιέζω κάτι από παντού («ὁ ὠκεανὸς σφίγγει τὴν… … Dictionary of Greek
χαλίφρων — όνος, ὁ, ἡ, Α 1. ασύνετος, απερίσκεπτος («νήπιός εἰς, ὦ ξεῑνε, λίην τόσον ἠδὲ χαλίφρων», Ομ. Οδ.) 2. ενδοτικός 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «χαλίφρων κεχαλασμένας ἔχων τὰς φρένας, ἤγουν ἀσύνετος» β) «χαλίφρονας... βέλτιον δὲ τὰς καταφερεῑς καὶ… … Dictionary of Greek
ασυμβίβαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν μπορεί να συμβιβαστεί, να συμφωνήσει μ άλλον, αταίριαστος, αδιάλλακτος: Δεν θα καταφέρεις να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι άνθρωπος ασυμβίβαστος. 2. ιδιότροπος, στρυφνός: Δεν μπορεί να ταιριάξει με κανέναν,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)